- ἀλλοποιός
- ἀλλο-ποιός, ά, όν,A producing otherness, Procl.in Prm. p.569 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοποιός — ἀλλοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει, που παράγει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + ποιὸς < ποιῶ] … Dictionary of Greek
ἀλλοποιός — producing otherness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek